- εξασέλιδος
- -η, -οπου έχει έξι σελίδες, που αποτελείται από έξι σελίδες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξασέλιδος — η, ο [σελίδα] αυτός που έχει, που αποτελείται από έξι σελίδες («εξασέλιδη εφημερίδα») … Dictionary of Greek